- προβούλευμα
- προβούλευμαpreliminary decree of the senateneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… … Dictionary of Greek
προβούλευμα — το, ατος πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει μήνυση ως αβάσιμη κατά το νόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβούλευμ' — προβούλευμα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пробулевма — (προβούλευμα). Афинские законы требовали, чтобы каждый вопрос, подлежавший решению народного собрания, предварительно был рассмотрен советом 500 (булэ), который должен был высказать о нем свое мнение. Такое предварительное определение совета… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
προβουλευμάτια — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλευμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβουλεύμασιν — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβουλεύματα — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβουλεύματος — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek
προβουλεύματ' — προβουλεύματα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλεύματι , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat sg προβουλεύματε , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)